αναμαρμαρώνω

αναμαρμαρώνω
1. αποκαθιστώ οικοδόμημα στην παλαιά του μορφή καλύπτοντας το με πλάκες μαρμάρου
2. κατασκευάζω εκ νέου ένα κτήριο με μάρμαρο
3. (στα παραμύθια) μεταμορφώνω έμψυχο σε πέτρα, απολιθώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναμαρμάρωση — η [αναμαρμαρώνω] 1. η επικάλυψη οικοδομήματος με πλάκες μαρμάρου για να αποκατασταθεί η παλαιά μορφή του 2. η εκ νέου κατασκευή ενός κτηρίου με μάρμαρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”